Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Διηγήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Ιδιοκτήτης του κόσμου...

Άνοιξε την πόρτα και οδηγήθηκε κατευθείαν στο παράθυρο. Σαν κάτι να την τραβούσε εκεί. Σαν κάτι να κρυβόταν πίσω από αυτό. Το παράθυρο ήταν μισάνοιχτο.Ένα ελαφρύ αεράκι μπήκε μέσα από αυτό και την χτύπησε κατευθείαν στο πρόσωπο. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε ξαφνικά κάνοντας έναν εκκωφαντικό θόρυβο. Δεν γύρισε καν να την κοιτάξει. Ούτε καν αστραπιαία, απλά για να βεβαιωθεί πως όλα είναι καλά. Το βλέμμα της είχε ήδη χαθεί στην γραμμή του ορίζοντα. Στον ουρανό που έπαιρνε ένα πορτοκαλί χρώμα. Έδυε ο ήλιος.

Ανάμεσα στον ουρανό και αυτήν υπήρχαν τα καφέ κάγκελα του παραθύρου. Το παράθυρο, ορθογώνιου σχήματος και μικρού μεγέθους έστεκε ψηλά στον τοίχο. Από αυτά τα μικρά παραθυράκια που ίσα ίσα δίνουν λίγο φως στο δωμάτιο. Από αυτά τα παράθυρα που πρέπει να κάνεις προσπάθεια για να δεις έξω και να μην εγκλωβιστείς στον χώρο. Όπως αυτή είχε εγκλωβιστεί! Τα παλιά σκουριασμένα κάγκελα δημιουργούσαν την αίσθηση δύο κόσμων. Του έξω των άλλων... και του μέσα του δικού της...

Ανέβηκε λίγο στις μύτες των ποδιών της και κοίταξε πιο μακριά.Άκουγε πιο πολλά από όσα έβλεπε. Άκουγε παιδάκια να κλαίνε. Γυναίκες να μιλάνε. Τους απέναντι φοιτητές να γελάνε. Αυτοκίνητα να περνάνε.Τραγούδια από τα δίπλα διαμερίσματα. Καυγάδες από το δρόμο. Και ένα θρόισμα...

Με την γωνία του ματιού της κατάφερε να δει τα μωβ φύλλα που είχαν σκεπάσει την δίπλα ταράτσα. Ανάμεσά τους υπήρχε ένα μικρό κόκκινο ποδηλατάκι. Έφερε στο μυαλό της τον πιθανό ιδιοκτήτη του. Έναν μικρό ξανθό μπόμπιρα γεμάτο όρεξη για τρέξιμο και καλοκαιρινά παιχνίδια που λόγω Φθινοπώρου είχε απομακρυνθεί από το μικρό σύγχρονο ποδηλατάκι του.Στην άλλη μεριά του παραθύρου μπορούσε να διακρίνει την κοπέλα από το απέναντι μπαλκόνι. Κάθε μέρα έβγαινε, άφηνε στο τραπέζι ένα βιβλίο, έβαζε ένα ποτήρι χυμό και με τις ώρες πληκτρολογούσε στο κομπιουτεράκι της πράξεις. Χαμένη μέσα σε αριθμητικές πράξεις και αυτή. Σαν την "ιδιοκτήτρια" του παραθύρου...

Και κάπου εκεί στο κέντρο του παραθύρου, πίσω από τις πολυκατοικίες με τα πολλά μπαλκόνια, τα πολύχρωμα απλωμένα σεντόνια και τους πολλούς άγνωστους μεταξύ τους ενοίκους απλώνονταν η θάλασσα και πάνω της ο ουρανός. Αυτός που πια ήταν πορτοκαλί με μια δόση μωβ.. Κάπου εκεί χάθηκε... Χάθηκε η σκέψη της σε τόπους διαφορετικούς, σε πρόσωπα που ίσως κυκλοφορούσαν στους πιο κάτω δρόμους ψάχνοντας τον δικό τους προορισμό, σε καράβια που τώρα ξεκινούσαν τον μακρύ τους ταξίδι φορτωμένα εμπόρευμα.

Γύρισε ξαφνικά μέσα στο δωμάτιο. Έκανε πίσω και κοίταξε το παράθυρό!

Το παράθυρο της!

Ήταν όντως δικό της?

Το αδιαφανές τζάμι και τα κάγκελα της έδιναν την εντύπωση της ιδιοκτησίας.  Της άνηκε ξεκάθαρα. Ήταν δικό της. Το καθάριζε κάθε μέρα, το άνοιγε και το έκλεινε.

Σκέφτηκε λίγο και το κοίταξε ξανά. Το άνοιξε διάπλατα και κατάλαβε πως τίποτα δεν της άνηκε. Το παράθυρο ήταν μόνο το μέσο. Το μέσο προς τα χρώματα, τον κόσμο και τους άλλους.. Το μέσο που οδηγούσε τις σκέψεις της

Ή μήπως όχι?

Μήπως τελικά ήταν η "ιδιοκτήτρια"?


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2010

Το Δέντρο

Ήμουν καρπός και ήθελα να γίνω δέντρο.

Ήμουν θύμα και τώρα το βλέπω…

Μεγάλωσα με στερεότυπα. Ήξερα εξ’ αρχής ότι τα όνειρα της νιότης για ελευθερία, για κίνηση, για ταξίδια ήταν απλώς επιπολαιότητες της νιότης. «Δεν πρέπει να σπαταλάς την ζωή σου δεξιά και αριστερά» έλεγε ο παππούς μου, «μόνο η άνοδος μετράει».

Ήξερα ότι στόχος της ζωής μου ήταν μια μέρα να πατήσω γερά, να βγάλω ρίζες και να αρχίσω να ανεβαίνω προσπαθώντας να φτάσω όσο πιο ψηλά γίνεται. Να γίνω πετυχημένος. Να γίνω αναγνωρίσιμος, “landmark” όπως λένε και τα ξενομανή ψώνια.

Πως είναι δυνατών; Δεν αμφέβαλα ποτέ για τίποτα. Δεν σκέφτηκα ποτέ να αλλάξω κάτι. Ο μόνος πιθανός δρόμος ήταν προς τα πάνω. Κανείς ποτέ δεν έκανε κάτι διαφορετικό. Γιατί να κάνω εγώ κάτι άλλο;

Είμαι νευριασμένος. Νευριασμένος με τους προηγούμενους, νευριασμένος με εμένα. Γιατί δεν προσπάθησα;;; Γιατί οι ρίζες είναι ο στόχος; Γιατί να μένουμε γαντζωμένοι στο γνωστό; Γιατί να μην προσπαθούμε;

«Τα δέντρα δεν μετακινούνται». Γιατί;;; Προσπάθησε ποτέ άραγε κανείς; Γιατί αγνοήσαμε την ζωή μας; Όποιος δεν αμφέβαλε, όποιος δεν προσπάθησε να αλλάξει τον εαυτό του, όποιος δεν προσπάθησε να αλλάξει τον κόσμο, δεν έζησε. Στην καλύτερη περίπτωση επιβίωσε…

Η φωτιά πλησιάζει προς τα εδώ. Η φωτιά για την οποία είμαστε υπεύθυνοι εμείς. Εμείς που αφήσαμε την μοίρα μας στα χέρια άλλων. Είναι πολύ αργά για να προσπαθήσω να φύγω. Δεν ξέρω πως γίνεται… Δεν πειράζει. Τουλάχιστον θα πεθάνω ψηλός, ψηλότερος από όλους τους άλλους…

Παρασκευή 7 Μαΐου 2010

CCTV

Κρίμα που δεν μπορώ να μιλήσω...

Από τότε που γεννήθηκα με θυμάμαι πάντα καθισμένη στο ίδιο σημείο. Ποτέ δεν αισθάνθηκα όμορφα με τον εαυτό μου. Ποτέ δεν αισθάνθηκα όμορφα που κατασκόπευα τις ζωές των ανθρώπων. Ποτέ μου όμως δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα άλλο.

Χρόνια τώρα με θυμάμαι βουβή να κοιτάζω τους ανθρώπους. Δεν ήξερα κανέναν τους αλλά ήμουν πάντα πρόθυμη να μάθω και να πω τα πάντα γι' αυτούς. Προκαλούσα φόβο μόνο με την ματιά μου!

Όμως όλοι μας αλλάζουμε με τα χρόνια. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκα τις κλεφτές ματιές των ανθρώπων. Είδα την απαξίωση και το μίσος στα μάτια τους όταν με κοιτούσαν . Είδα πολλά πράγματα στα μάτια των ανθρώπων. Αλλά πιο πολύ από όλα είδα το είδωλο μου, την φρίκη όλων όσων αντιπροσώπευα.

Χρόνια τώρα ήλπιζα να επανορθώσω. Οι αργές μου κινήσεις πλέων συνοδεύονταν από σκέψεις και ελπίδα για το τί θα μπορούσα να κάνω για να επανορθώσω. Αλλά όσο και να ήθελα, όσο και να προσπαθούσα, τίποτα δεν είχε αλλάξει.

Χθες όμως...

Χθες είδα το απελπισμένο πρόσωπο της κοινωνίας. Χθες είδα τον πόνο να γίνεται οργή. Είδα την οργή να βγαίνεις στους δρόμους, να αποκτάει διάσταση. Άκουσα την οργή να μπαίνει από πόρτες και παράθυρα, να σηκώνει ανθρώπους από τα σπίτια, είδα την οργή να γίνεται δύναμη, να αποκτάει παλμό, να σπάει τα όρια της λέξης και να γίνεται δύναμη που φωνάζει, που διεκδικεί, που απαιτεί.

Αν γινόταν να δακρύσω είμαι σίγουρη ότι χθες θα το είχα κάνει. Ήμουν σίγουρη ότι ζούσα ένα θαύμα. Ήμουν σίγουρη!

Χθες όμως...

Χθες είδα το απελπισμένο πρόσωπο της κοινωνίας. Χθες είδα τον πόνο να γίνεται οργή. Χθες είδα την οργή να γίνεται φωνή, να γίνεται παλμός, χθες είδα την οργή να γίνεται όπλο! Χθες είδα την οργή να γίνεται όπλο και να εκπυρσοκροτεί και να σκοτώνει αυτόν που το κρατάει...

Ήθελα πάρα πολύ να μιλήσω. Ήταν η ευκαιρία μου να πω και κάτι όμορφο και ελπιδοφόρο. Αλλά φαίνεται τα όμορφα τελικά ίσως δεν κρατάνε πολύ... Ή ίσως δεν ήρθε η ώρα ακόμα να ακουστούν. Δεν έχει σημασία πια... Τα φιλμ μου είναι πλέων καμένα. Και εγώ... Εγώ είμαι θαμμένη κάτω από ερείπια σπασμένη και τελικά δακρυσμένη...

Κρίμα που δεν μπορώ να μιλήσω....


CCTV 06/05/2010

Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Ο Βάτραχος που έγινε Ιδιωτικός Υπάλληλος

Είχες πλέον σκοτεινιάσει και η βροχή έπεφτε ασταμάτητα. Φόρεσε την καπαρντίνα του και βγήκε βιαστικός από το καφέ κρατώντας την εφημερίδα κάτω από τη μασχάλη του. Αισθανόταν όμορφα καθώς η βροχή μαστίγωνε αλύπητα το πρόσωπο του. Του θύμιζε παλιές εποχές. Παλιές, απλές, ανέμελες...

Μπήκε βρεγμένος στο μικρό δυάρι του και βλαστήμησε αφού γλίστρησε σε ένα σωρό από γράμματα. Τα σήκωσε για να ανακαλύψει ένα πάκο από λογαριασμούς και διαφημιστικά. Κρέμασε την καπαρντίνα στην κρεμάστρα και έβρισε από μέσα του όταν είδε τον λεκέ από μελάνι που είχε αφήσει η βρεγμένη εφημερίδα. Κάθησε στην πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια και άρχισε να κλαίει σιωπηλά.
Δεν ήταν πάντα έτσι. Κάποτε δεν διάβαζε εφημερίδα... Πονούσε το κεφάλι του και το μυαλό του το βασάνιζαν εικόνες. Επέτρεψε στον εαυτό του να ηρεμήσει λίγο και έπειτα άρχισε να τακτοποιεί στο μυαλό του τις εκκρεμότητες του. Αύριο έπρεπε να πάει στο δικηγόρο για να τακτοποιήσει το θέμα του διαζυγίου του, την Παρασκευή έπρεπε να πληρώσει την δόση του αυτοκινήτου ενώ μέχρι το τέλος του μήνα έπρεπε να ξοφλήσει τα νοίκια των δύο τελευταίων μηνών. Και τα τρία απαιτούσαν λεφτά. Λεφτά που δεν είχε. Έμεινα να κοιτάζει μέσα από το παράθυρο την βροχή που έπεφτε στις τέντες της απέναντι πολυκατοικίας.
Ξύπνησε από το φως που έπεφτε στο πρόσωπο του περνώντας μέσα από το παράθυρο. Νευρίασε με τον εαυτό του που αποκοιμήθηκε στην πολυθρόνα και τώρα θα πέρναγε την μέρα του πιασμένος. Κοίταξε το ρολόι του και πετάχτηκε όρθιος συνειδητοποιώντας ότι είχε αργήσει.

Καθώς έκλεινε την πόρτα πίσω του το βράδυ συνειδητοποίησε με ένα χαμόγελο ότι η μέρα του δεν ήταν πολύ χειρότερη από ότι συνήθως. Στην δουλειά το κήρυγμά του αφεντικού δεν κράτησε πολύ -αν και πρόλαβε να του υπενθυμίσει ότι είναι αναλώσιμος- και η συνάντηση του με τον δικηγόρο ήταν απολύτως τυπική και τέλειωσε σύντομα μετά από μερικές υπογραφές. Έκανε ένα ζεστό μπάνιο για να χαλαρώσει, διάβασε την εφημερίδα του και έπεσε να κοιμηθεί αφήνοντας ανοιχτή την τηλεόραση.
Ο ύπνος του ήταν γαλήνιος. Ονειρεύτηκε το παλιό του σπίτι, την λιμνούλα, τα πουλιά πουλιά που κελαηδούσαν, τα παιδιά που κατασκήνωναν... Ονειρεύτηκε πως θα ήταν η ζωή του χωρίς εκείνο το πρώτο φιλί, χωρίς να γνωρίσει την γυναίκα του, χωρίς να αλλάξει για πάντα...
Ξύπνησε μετά από έναν υπέροχο ύπνο το πρωί αλλά η διάθεση του έπεσε γρήγορα. Ξανά εκείνος ο κόμπος στο στήθος. Ήταν νοσταλγία. Το ήξερε. Ήξερε ότι ήταν δυστυχισμένος. Πολλές νύχτες ξαπλωμένος με κλειστά τα μάτια ρώταγε τον εαυτό του γιατί έκανε κάτι που δεν του άρεσε σε ένα μέρος που δεν άντεχε να ζει. Μια απόφαση που πάρθηκε γρήγορα και τώρα δεν είχε την θέληση να την αλλάξει. Παλιά δεν χρειαζόταν να παίρνει αποφάσεις... Την μοναδική του απόφαση την είχε μετανοιώσει.

Είχε περάσει μια εβδομάδα που πήγαινε στη δουλειά με τα πόδια. Μια εβδομάδα από τότε που του πήραν το αυτοκίνητο... Ο μήνας τελείωνε και ακόμα δεν είχε τα λεφτά για τα νοίκια. "Οι καιροί είναι δύσκολοι. Δεν μου αρέσει, αλλά αν δεν με ξεχρεώσεις θα αναγκαστώ να σου ζητήσω να φύγεις." του είχε πει ο σπιτονοικοκύρης.
Οι μέρες περνούσαν. Πλέον μόνο στη δουλειά ήταν "χαρούμενος". Όσο ήταν απασχολημένος δεν σκεφτόταν και όσο δεν σκεφτόταν ήταν "χαρούμενος". Τις νύχτες δεν κοιμόταν. Σκέψεις τον βασάνιζαν. Ιδέες! Μία ιδέα...
Και τότε πήρε άλλη μια απόφαση.

Καθισμένος στη θέση του στο τρένο, κοίταγε από το παράθυρο τον Κυριακάτικο ήλιο καθώς έλουζε την πεδιάδα. Χαμογέλαγε! Επιτέλους γύρναγε σπίτι. Γιατί δεν το είχε κάνει τόσο καιρό; Γιατί; Κατέβηκε από το τρένο και πήρε ένα ταξί να τον πάει μέχρι την λίμνη. Στάθηκε στην όχθη και κοίταζε. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του. Δάκρυα χαράς! Γέλαγε δυνατά.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και βούτηξε στο νερό. Το γλυκό νερό ξέπλενε τα δάκρυα του και εκείνος γέλαγε. Τα βρεγμένα ρούχα του τον τράβαγαν στο βυθό και εκείνος γέλαγε. Το νερό γέμισε τους πνεύμονες του και πέθανε γελώντας.

Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Η Φωτογραφία

Καθόταν και κοίταζε την φωτογραφία…

Η φωτογραφία αποτελούσε ανάμνηση μιας ευτυχισμένης στιγμής. Τα αγαπημένα πρόσωπα στη φωτογραφία… Δεν ήθελε ποτέ να χάσει αυτή την ανάμνηση.

Η φωτογραφία είχε αρχίσει να ξεθωριάζει… Καρφιτσωμένη καιρό πάνω σε ένα ταμπλό, τα χρώματα της δεν είχαν την αρχική τους λάμψη. Οι γωνίες ήταν φαγωμένες. Αυτή η υπέροχη αποτύπωση μίας τόσο χαρούμενης στιγμής της ζωής της, αργοπέθαινε.

Αναρωτήθηκε αν αργοπέθαινε μαζί της και η ανάμνηση… Τα μάτια της ήταν πλέον υγρά. Τα άτονα πλέον χρώματα της φωτογραφίας, της υπενθύμιζαν πόσος καιρός έχει περάσει. Το χειρότερο όμως είναι ότι συνειδητοποιούσε ότι ο καιρός είχε όντως περάσει…

Αν δεν υπήρχε η φωτογραφία ούτε καν θα πέρναγαν από την σκέψη της τα πρόσωπα που απεικονίζονται. Κι αν και με κάποια μιλούσε ακόμη, τα περισσότερα σχεδόν δεν τα θυμόταν.
Αν δεν υπήρχε η φωτογραφία… Αλλά σε λίγο θα πάψει να υπάρχει. Σε λίγο θα πάψει να υπάρχει η ανάμνηση.

Το δάκρυ που κύλησε από το πρόσωπο της έπεσε πάνω στην φωτογραφία και εκείνη το σκούπισε προσεκτικά με ένα μαντήλι(έπρεπε να την διασώσει για όσο περισσότερο καιρό μπορούσε).


Αναρωτήθηκε αν σκέφτονταν τα ίδια πράγματα και τα άλλα πρόσωπα της εικόνας. Αναρωτήθηκε αν ήταν η μόνη που φοβόταν που μεγάλωνε. Αν ήταν η μόνη που δεν ήθελε να μεγαλώσει…

Αντιλαμβανόταν την συναισθηματική φόρτιση που την διακατείχε αλλά δεν μπορούσε να προσδιορίσει τα συναισθήματα. Άγχος, φόβος, λύπη, θυμός; Όλα ήταν μπερδεμένα. Ήξερε ότι αν δεν είχε δει την φωτογραφία τώρα θα ήταν απολύτως καλά και αυτό την έκανε χειρότερα. Αν δεν υπήρχε αυτό το κομμάτι χαρτί δεν θα αντιλαμβανόταν τους φίλους που έχει χάσει, τις εμπειρίες που δεν θα ξαναζήσει, τις πλάκες, τις βόλτες, τις…

Τα μάτια της έτσουζαν από το κλάμα και μη μπορώντας να δει άλλο άφησε την φωτογραφία στο γραφείο. Εκείνη συνέχισε να κλαίει κι έκλαιγε μέχρι που την πήρε ο ύπνος.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Καλώς Ήρθατε

Φωνές, χρώματα, περίεργα χρώματα... Πονοκέφαλος και σκέψεις άστοχες. Βυθίζομαι σε μια λίμνη που μεταμορφώνεται σε ιδέες ή μήπως είναι σκέψεις; Κοιτάω τον εαυτό μου να βυθίζεται στην μαύρη δίνη τείνοντας τα χέρια προς τα πάνω και φωνάζοντας χωρίς φωνή. Επίτηδες μεταφέρω την εικόνα μου στο σαλόνι της γκραβούρας του Gustav Dore από το ποίημα "Κοράκι". Μέσα στην πολυθρόνα βουλιάζω, είναι πράσινη η πολυθρόνα, μα πιο πολύ βουλιάζει το κεφάλι μου. Το βαραίνουν φαίνεται οι σκέψεις. Ή μήπως οι ενοχές; Ως άλλος Poe νοιώθω τύψεις για τον θάνατο -όχι κάποιου προσώπου-, για τον ίδιο τον θάνατο. Στο μυαλό μου ευθύνομαι για όλα. Ακόμα και γι' αυτό το ταξίδι στις σκέψεις μου που ο ίδιος προκάλεσα για να γράψω το κείμενο αυτό. Το κείμενο εμφανίζεται ως ένα μεγάλο, δερματόδετο, με σκληρό εξώφυλλο βιβλίο! Κλείνει και με κλείνει μέσα του σκοτώνοντας με. Φαίνεται αργά να πλησιάζει και με ατμόσφαιρα παρμένη από ταινία φαντασμάτων εστιάζει αργά στον τίτλο του που διακρίνουμε να γράφει "Καλώς Ήρθατε"

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ

Κανείς δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτόν. Κανείς δεν ήθελε να ξέρει…

Ήταν πάντα η ντροπή της κοινότητας. «Ηλίθιος και αντιδραστικός ήταν» δήλωσε η σπιτονοικοκυρά του. Ο αστυνόμος έγνεψε για να δηλώσει ότι συμφωνούσε και συνέχισε απρόθυμα να συμπληρώνει την αναφορά του.

Οι περαστικοί σταματούσαν και κοίταζαν, αλλά μόλις αναγνώριζαν το θύμα έφευγαν φανερά ανακουφισμένοι μουρμουρίζοντας «επιτέλους»…

Όλοι τον ξέραμε και όλους μας ενοχλούσε. Αρνιόταν να δεχθεί το αυτονόητο. Έφερνε αντιρρήσεις ακόμα και στα Μ.Μ.Ε.

Πρώτη φορά άκουσα γι’ αυτόν όταν γύριζε στους δρόμους και διαλαλούσε ότι ο κεραυνός δεν είναι δήλωση της οργής των Θεών αλλά φυσικό φαινόμενο. Βέβαια κανείς δεν έδωσε σημασία στις τρέλες του, αλλά το ιερατείο ενοχλήθηκε από την ύβρη.

Από τότε και μετά άκουγα συχνά για τις επανειλημμένες προσπάθειες του να τραβήξει την προσοχή διατυπώνοντας ηλίθιες και υβριστικές θεωρίες.

Μία φορά θυμάμαι τον συνέλαβαν γιατί τρόμαζε τον κόσμο φωνάζοντας πως η γη δεν είναι το κέντρο του σύμπαντος και (αν είναι ποτέ δυνατόν) ότι γύριζε γύρω από τον Ήλιο.

Το απόγευμα ξαναπέρασα από εκεί. Δεν είχε μείνει κανείς. Ακόμα δεν ξέρω γιατί, κατευθύνθηκα προς το σπίτι και πέρασα μέσα από την ξεχαρβαλωμένη πόρτα.

Το δωμάτιο ήταν πολύ καθαρό αν και ακατάστατο. Μου έκανε εντύπωση… Πίστευα ότι οι τρελοί ζουν σε διαμερίσματα που θυμίζουν περισσότερο στάβλους και όχι σε όμορφα δυάρια με ακατάστατα γραφεία.

Ένα δερματόδετο τετράδιο πάνω στο γραφείο μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Στην πρώτη σελίδα έγραφε «Αλήθειες». Καθώς το επεξεργαζόμουν κατάλαβα πως πρόκειται για κάποιο βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος.

Κάτι με ώθησε κι άρχισα να το διαβάζω. Στην αρχή επιπόλαια και έπειτα… Έπειτα δεν μπορούσα να πιστέψω τίποτα. Τίποτα από όσα ήξερα μέχρι τότε…

Το βιβλίο ήταν μια συλλογή από τις πιο ανόητες και υβριστικές θεωρίες που είχα ακούσει ποτέ κι όμως όλες αυτές οι θεωρίες υποστηρίζονται από επιχειρήματα που δεν μπορούσα (και δεν μπορώ) να καταρρίψω.

Μέσα στο βιβλίο υπήρχε μάλιστα και η άποψη ότι η γη είχε σχήμα παρόμοιο με σφαίρα και ότι δεν είναι επίπεδη, ούτε έχει άκρες. Την θεωρία αυτή την υποστήριζε μια σειρά από μετρήσεις του μήκους της σκιάς ενός αντικειμένου σε διάφορα σημεία του πλανήτη.

Με το βιβλίο στα χέρια έφυγα τρέχοντας. Ένοιωθα εξαπατημένος! Ήξεραν και μου το έκρυβαν ή ζούμε όλοι σε μια πλάνη;

Τους επόμενους μήνες τους πέρασα επιβεβαιώνοντας τα συμπεράσματα του βιβλίου. Έφτιαξα μάλιστα και μία μέθοδο για να μπορώ να εξετάζω και να αποδεικνύω δικές μου θεωρίες στηριζόμενος σε παρατηρήσεις και πειράματα.

Όταν άρχισα να νοιώθω έτοιμος, ξεκίνησα κι εγώ να προσπαθώ να μοιραστώ τις γνώσεις μου με τον κόσμο στον δρόμο. Σε ελάχιστο καιρό είχα γίνει ο νέος τρελός. Κανείς δεν ήθελε να ασχοληθεί με τα συμπεράσματα μου.

Τώρα στέκομαι κι εγώ στο μπαλκόνι του σπιτιού μου έτοιμος να πηδήξω. Δεν αντέχω να ξέρω. Δεν αντέχω να θέλω να πω και να μη θέλουν να ακούσουν…

Αυτή είναι λοιπόν η κληρονομιά μου για τον κόσμο. Μία ιστορία. Ο Δάσκαλος άφησε για εμένα τα συμπεράσματα του για τον κόσμο. Εγώ αφήνω στον επόμενο τα συμπεράσματα μου για την κοινωνία. Δεν είναι το πρόβλημα ότι δεν ξέρουν. Το πρόβλημα είναι ότι δεν θέλουν να προβληματιστούν για να μάθουν.

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2008

Ζαλίζομαι... Πονάω... Κρυώνω...

Οι παλμοί μου ανεβαίνουν… Νοιώθω κάθε χτύπο της καρδιάς μου… Πόσο αργά γίνονται όλα…

Νοιώθω το κεφάλι μου βαρύ… Γέρνει…

Έπεσα κάτω… Έπεσα με το κεφάλι… Πονάω… Ζαλίζομαι…

Είμαι πεσμένος στο πάτωμα… Η σκόνη από την μοκέτα με ενοχλεί… Ίσως να έπρεπε να δοκιμάσω να σηκωθώ…

Οι παλμοί μου παραμένουν πολλοί… Προσπαθώ να κινήσω τα δάχτυλα μου… Δεν μπορώ… Δεν θέλω… Δεν ξέρω τι θέλω…

Κλείνω τα μάτια… ΟΧΙ ΟΧΙ… Ζαλίζομαι… Δεν πρέπει να κλείνω τα μάτια… Ζαλίζομαι…

Εικόνες… Πολλές εικόνες… Θολές εικόνες…

Αυτός πρέπει να είμαι εγώ… Κρατάω ένα ποτήρι… Ο αφρός στάζει από το ποτήρι στον ξύλινο πάγκο… ΟΧΙ ΟΧΙ… Ο θόρυβος… Ζαλίζομαι…

Κάποια είναι εκεί… Ποια; Τα πάντα είναι θολά… Είναι βουβά… Ευτυχώς είναι βουβά…

Γελάω… Και αυτή γελάει… Κι άλλο ποτήρι… Πολλά ποτήρια…

Νοιώθω να χάνω την ανάσα μου… Παλμός, παλμός, παλμός… Το δωμάτιο γυρίζει…

Κι άλλες εικόνες… Περπατάω… Περπατάμε… Ποια είναι; Γιατί γελάμε;

Ένα δωμάτιο… Ίσως να είναι αυτό το δωμάτιο… Δεν ξέρω… Πονάω…

Στο γραφείο είναι δύο ποτήρια… Πρέπει να είναι γεμάτα…

Κρυώνω… Είναι υγρά εδώ κάτω…

Τώρα με βλέπω να κρατάω ένα μπουκάλι… Ίσως ουίσκι… Δεν ξέρω είναι όλα τόσο θολά…

Την φιλάω… Ποιά είναι;

Κάνει κρύο και ζαλίζομαι… Γιατί είναι υγρά εδώ κάτω; Δεν μπορώ να στρέψω το βλέμμα μου…

Προσπαθώ να κοιτάξω το δωμάτιο… Το μόνο που μπορώ να δω είναι τα πόδια του γραφείου…

Ξανά εικόνες…

Το μπουκάλι είναι άδειο… Πεσμένο…

Κρυώνω…

Οι εικόνες… Δεν μπορώ να καταλάβω τι βλέπω… Είναι ρούχα… Γιατί είναι πεταμένα; Δεν μπορώ να σκεφτώ… ΠΟΝΑΩ…

Με βλέπω… Είμαι στο κρεβάτι… Είναι και αυτή εκεί… Ένα ποτήρι είναι πεσμένο πάνω στο κομοδίνο…

Με φιλάει… Ποια είναι;

Δεν μπορώ άλλο… Πρέπει να φύγω από εδώ… Κάνει κρύο…

Κατάφερα να κουνήσω τα δάχτυλα μου… Λίγο ακόμα…

Γύρισα ανάσκελα… Κάτι στάζει πάνω μου… Πονάω…

Πρέπει να λιποθύμησα…

Θα δοκιμάσω να σηκωθώ… Σχεδόν τα κατάφερα… Είμαι καθισμένος στο πάτωμα… Η πλάτη μου αγγίζει τον τοίχο…

Δεν έχω καταφέρει ακόμα να γυρίσω το κεφάλι μου. Βλέπω την μοκέτα… Είναι υγρή… Κάτι καφέ… Ίσως εμετός…

Λιποθύμησα ξανά…

Ξύπνησα στην ίδια θέση… Καταβάλλοντας προσπάθεια γυρίζω το κεφάλι μου…

Είναι εκεί… Πάνω στο κρεβάτι… Είναι γυμνή…

Είναι ξαπλωμένη ανάσκελα… Ο εμετός ήταν δικός της… Μπορώ εύκολα να διακρίνω κομμάτια από αυτόν στο στόμα της…

Στηρίζομαι στον τοίχο… Πρέπει να σηκωθώ όρθιος… Πρέπει τουλάχιστον να ρωτήσω το όνομα της…

Την σκουντάω…

Κάτι μου φαίνεται περίεργο… Δεν μπορώ να καταλάβω τι…

Τα μάτια της… Είναι τα μάτια της…

Δεν μπορώ να δω τις κόρες των ματιών της… Πρέπει να γύρισαν ανάποδα…

Πανικοβάλλομαι…

Πονάω…

Αγγίζω το πρόσωπο της… Είναι παγωμένο… Καταρρέω...